Новогреческий словарь
τρόμπα
τρόμπα
η
насос
;
===
τό ρίχνει μέ τήν ~ — [phrase]льёт как из ведра[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
насос
? —
τρόμπα
как с
(ново)греческого
переводится слово
τρόμπα
? — насос
#
(ново)греческий словарь
—
γρυλλίζω
—
σύμφυση
—
κρασοπίνας
—
κοκκωβίνα
—
παραπετάω
—
ατροπος
—
υδροσκοπικά
—
κρεατίλα
—
δυσπιστία
—
ηλεκτροκινητική
—
καρεκλί
—
μπαμπού
—
μαστιχοφόρος
—
αποκληρώνω
—
πυρίπνους
—
κούβεντολόγι
—
βεργινάδα
—
χαλκοειδής
—
αποβαρβάρωση
—
απρομήθευτος
—
πλεχτό
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве