|
склонный; ~ εις τάς ηδονάς — склонный к удовольствиям, наслаждениям #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово склонный? — ευεπίφορος как с (ново)греческого переводится слово ευεπίφορος? — склонный — δοκιμαστικά — χειράγρα — σπορίσματα — πλιθάρι — αστιγματικός — αφαρπάζομαι — τυπάζω — αβροχία — μανδύας — σφύζω — βληματόμετρο — γερομουσκλιάς — αρχειοθετώ — ραμφίζω — αναπτύσσω — πρέσσα — φορμαλίστρια — καραβόσχοινο — κοκκινάδι — πόστα — ηλεκτροκινητήρας |
|||