Новогреческий словарь
διασφηνω
διασφηνω
уст.
расклинивать
;
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
расклинивать
? —
διασφηνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
διασφηνω
? — расклинивать
#
(ново)греческий словарь
—
τσαγκρουνίζω
—
ξεμπρατσώνομαι
—
διαλογιστικότητα
—
ψαλμωδία
—
αναμαζωξάρης
—
δακτυλίωση
—
τρώση
—
καλημέρα
—
ανταρεύω
—
βρέσκω
—
χαρτογιακάς
—
διακόλληση
—
διαμονητήριο
—
πασχαλινά
—
φατριασμός
—
εμπλέκομαι
—
αγόρι
—
αχυραποθήκη
—
κατράμωμα
—
άλμπουμ
—
ασαφής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,