|
уст. расклинивать; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово расклинивать? — διασφηνω как с (ново)греческого переводится слово διασφηνω? — расклинивать — μακαρονοποιός — εβδομαδιάτικο — λαχάνιασμα — κροτικός — νεόνυμφος — απρόθετος — τσιατάλι — αποθαλασσία — επιπλάττω — μαρμελάδα — εποίνιον — κρύωμα — μονόκροτο — ερίκι — ανεύρετος — αλλόθρησκος — ντομάτα — θορύβησις — ριζωματικός — συκάμινος — εναντιοπαθής |
|||