|
το прям., перен. сливки #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сливки? — αφρόγαλο как с (ново)греческого переводится слово αφρόγαλο? — сливки — αποψιλωτικός — υποκρίτρια — αδιάρπαστος — επακόντιον — φίλυπνος — σάλτσα — φιλοτομαρισμός — εμπειροτέχνης — αχειρίδωτος — εξευτελιστής — αδιάβροχος — ασανσέρ — έγερση — ίαμβος — σαλάμι — αβανταδόρος — παγάκι — άχειρ — σφαγμός — τελετουργικά — ματαβάφω |
|||