|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πεσιμιστικώς? — — τρυφεράδα — απορφανίζω — ζωογόνηση — αλλοεθνία — ευδοκώ — φλυαρώ — συμπονώ — μαθητάκος — ανθυγιεινά — οικειοθελής — ακαλοκάρδιστος — γυναικούλιας — φαεννός — ανόητος — φίμωση — υμενώδης — ξυλουργική — κομμάτι — αιθέρινος — ξέπεσμα — γρατσουνώ |
|||