|
верховая езда #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово верховая езда? — καβαλλικευτά как с (ново)греческого переводится слово καβαλλικευτά? — верховая езда — οπωροπαντοπωλείο — τουρκοκρατία — μοβόρος — πατατιά — είδωλο — ακούομαι — τετράδιο — τάπια — αναδιπλωτός — υδαταγωγός — επιπλώνω — μαγαρίκα — θώς — ελμινθοκτόνος — υβός — μουγκανητό — αστροπελέκι — θαμπωτικός — πεντηκοστιανοί — αναπνευστός — γραμμένος |
|||