|
ο монастырский пекарь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово монастырский пекарь? — μάγκιπος как с (ново)греческого переводится слово μάγκιπος? — монастырский пекарь — βούλλα — πολιότης — πρόσθεμα — ντόμπρα — χαράκωμα — μποξέρ — γιγνώσκομαι — χαλάλι — ασφοδήλι — τάκος — ραδιοφάρος — αρχηγίνα — χαρουπόψωμο — ομαδικότητα — ελευθερώτρια — οπισθοβουλία — καλυκουλκός — αριστεριστής — οστεοβλάσται — κοτόπουλο — αμυαλοσύνη |
|||