|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οροδιδακτικός? — — πρωθύστερος — υπερμοιρία — σημάδευμα — πυελομετρία — ελληνορράπτης — διαπεραστός — δρύς — αλλοιώτικος — αμέ — αποπεραίωση — φτωχόσπιτο — αλουσία — βληταγωγός — αναγορεύομαι διδάκτωρ — ποντάρισμα — εκμύζηση — κουρνιασμένος — μαντεύω — βρυχάζω — μηνιαίο — σινιάλο |
|||