|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ηθικολογικά? — — αμμοδίαιτος — παξιμάδιασμα — ψυχομετρία — ορμώμαι — αναδιοργανωτής — φουρκισμένος — χί — λαντώ — αναπειστικός — καλοτρώω — χοροπηδηχτός — δραστηριότητα — αρματοδρομίες — μονοξείδιο — λιανοπωλητής — ακρισία — κουφόβραση — πετρελαιοπηγές — απρόσοδος — παλαιογράφος — πιρούνι |
|||