|
делящий пополам; ~ (ευθεία) — мат. биссектриса #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово делящий пополам? — διχοτόμος как с (ново)греческого переводится слово διχοτόμος? — делящий пополам — μαυλάω — δάσιος — χειρόδεσμος — ρέστος — κληματόφυλλο — υπάρχοντα — μπράβο — ανταπαντώ — γαβάνι — πενταόροφος — ατσίκνωτος — ενάκις — γαρμπής — αέναος — κάλλιος — καθυποδουλώνω — αγιοποίηση — αβαρία — κεντροαριστερός — χνουδάκι — θηλαστικός |
|||