|
το мор. брашпиль #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово брашпиль? — αργανέλλο как с (ново)греческого переводится слово αργανέλλο? — брашпиль — βοθύβιος — σκοτεινόχρωμος — γυροσκοπικός — τραγωδός — καλοδιοίκητος — δημαρχιλίκι — συνωμότρια — έβγα — καθιερώνω — σκληραγώγηση — χαϊδευμένος — επιβιώ — λιοπερίβολο — γαργαριστός — ρουφιάνα — καυκάσιος — πολυβολισμός — σακάτεμα — φυγομαχία — ξοπίσω — στείρευμα |
|||