|
(-ήρος) ο тех. контрольный прибор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово контрольный прибор? — ελεγκτήρας как с (ново)греческого переводится слово ελεγκτήρας? — контрольный прибор — αναταραγμός — σμερτιά — πάσα — Λονδρέζος — τοιούτος — υδατανθρακούχος — σουπιέρα — αλλόχθων — παγγνώστης — άγημα — ατμοβριθής — ρίνη — κανονίζω — ευθυμογραφικός — ανεπαίσθητος — αργάτης — προσκύνηση — γναφείο — έρεβος — εκδηλωτικός — ζακτό |
|||