|
(-ήρος) ο 1) мед. клизма; 2) тех. маслёнка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово клизма? — ενετήρ как на (ново)греческом будет слово маслёнка? — ενετήρ как с (ново)греческого переводится слово ενετήρ? — клизма, маслёнка — κάστανο — αυτοβδελυγμία — προσανατολίζομαι — κατάκοιτος — αερομάχος — παλαίμαχος — γκαβός — διίστιος — έγχριση — σίτεμα — χανάτο — ομο- — υδροδοτούμαι — υποκύπτω — περιέργεια — αυτοκαταστροφή — υποκινητής — υδατοσφαιριστής — πρωτόπλασμα — μπακίρα — κυρίως |
|||