Новогреческий словарь
βυζορρώγι
βυζορρώγι
το 1)
сосок
(груди);
2)
соска
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сосок
? —
βυζορρώγι
как на
(ново)греческом
будет слово
соска
? —
βυζορρώγι
как с
(ново)греческого
переводится слово
βυζορρώγι
? — сосок, соска
#
(ново)греческий словарь
—
εγγυοδοτώ
—
καπνός
—
γεροντόκοττα
—
κυκλοφοριακός
—
θλιβερός
—
αμορτισσέρ
—
ωφέλιμος
—
περισολλέγω
—
θύρσος
—
ανθρωπολατρικός
—
καριόλα
—
απέριττος
—
ιερακοτροφία
—
ανέλπιδος
—
ωολέυκωμα
—
σανατόριο
—
λίβας
—
ιστιοδρομία
—
παλιομπεκρής
—
αδιασταύρωτος
—
προορατικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,