|
η геод. нивелир #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нивелир? — χωροστάθμη как с (ново)греческого переводится слово χωροστάθμη? — нивелир — μονόστηλος — καταπέφτω — ηλιολατρεία — δυστροπώ — γονέας — μουκαλίτης — αδερφοσκοτωμός — συνυπαιτιότητα — ομογνώμων — ξύλο — σκλαβώνομαι — επίκτισμα — διαμαγνητισμός — ψυχοσύσταση — ανδρικά — πράϋνση — αυτανάφλεξη — αεργία — πετρώδης — σχισματιά — χηνοτρόφος |
|||