|
(-εως) η тщательное изучение, анализ; η ~ τής πολιτικής καταστάσεως — анализ политического положения #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тщательное изучение? — διασκόπησις как на (ново)греческом будет слово анализ? — διασκόπησις как с (ново)греческого переводится слово διασκόπησις? — тщательное изучение, анализ — ανεμουρδώνω — καταστρεπτικός — αβάσκαντος — προσκλητήριος — φιλοθεάμων — περιπολία — ανεπιτυχής — βυθόμετρο — διαιτησία — ενοχλητικά — φωλεία — συντόμευση — ρέπια — ακάματα — μονοπωλιακός — μέσπιλον — συναγωνιστικός — ακόντευτος — προπύργιο — κακουχία — εμποράκος |
|||