|
η сапог #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сапог? — μπότα как с (ново)греческого переводится слово μπότα? — сапог — αγαθοεργώ — πατριαρχία — λαγοπόδαρο — κήρινος — φουσσατο — ψυχολόγος — μακρομικρόμετρον — υδατομέτρηση — νέμα — αντικρυστός — εξαγριωμένος — δαιμονικό — κοπανώ — ακαταγωνίστως — δράκος — απογυμνάζω — μακαριότητα — απορηματικός — κορακιάζω — αεριογόνος — προσχώνω |
|||