|
ο финн #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово финн? — Φινλανδός как с (ново)греческого переводится слово Φινλανδός? — финн — γαντσία — αντανακλώ — γκλαμουράτος — στειράδι — βατοκόπι — αλευρέμπορος — βορβός — οβιδοφόρος — γιομάτος — ηχαγωγός — Μαυροκορδάτος — ξερακιανός — φτεροπηδάω — αποχτενίζω — θανατοφιλία — ξεχαρβαλώνω — αξιόλογα — γενναιόκαρδος — λυχνοστάτης — κυπραίϊκος — κατάγομνος |
|||