|
уст. полый, пустотелый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полый? — διάκοιλος как на (ново)греческом будет слово пустотелый? — διάκοιλος как с (ново)греческого переводится слово διάκοιλος? — полый, пустотелый — βράδιασμα — δασκαλοπαίδι — σκιαμαχώ — αμβλυωπικός — συναίρεση — ολόγδυμνος — σπείρα — μπαχτσεβάνος — σκέλι — καταπράϋνση — σιμούν — ειθισμένος — πολυτέλεια — τόπος — χέω — αστερέωτος — γουλιανός — αλλαντικός — οπισθόβουλος — μπαγδαντί — σπυρί |
|||