|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κλασμένος? — — αποκρυσταλλώνομαι — δημοτικισμός — ψαροδόλι — γλίστρα — απεργία — βαμβακουργός — τρύπημα — συγχωρητέος — νοήμων — τάρανδος — σύγκαμα — γυμνάζω — ορθώς — παραθετικά — αγριέλι — ιατρόσημον — συχνώς — κατατρύχομαι — ξανθότητα — κεραμώ — ανοιχτόκαρδα |
|||