|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παπουτσάκι? — — αποζημίωση — αβάρετος — άλυσσος — δεμάτισμα — επαναπατρισμός — συνώνυμο — κλεισώρεια — δελτιώνω — έμπνευση — βάθεμα — στοπ — αυτοεπαινούμαι — επιδοματούχος — σταλιδώνω — μηλόδενδρο — ξηγιούμαι — διεκχύνω — σιδηροδρομικός — μηχανοποιία — φυτοφάγος — συντηρούμενος |
|||