|
ο литейщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово литейщик? — χωνευτής как с (ново)греческого переводится слово χωνευτής? — литейщик — χιονάκι — διαπλέω — αποφούρνισμα — σεμιγδαλένιος — ακαρτέρητος — καπριτσιόζος — καταδότης — εκβάθυνση — δρύφρακτο — στομφάζω — κατσουφιάρης — ευφημίζω — σμμοκονιαστής — υπερώνυμο — παραστέκω — υαλοπίνακας — πτέρνα — ασδερεύω — γαλακτομέτρία — αναμεσαριά — συλφίδα |
|||