|
снова овладевать; снова завоёвывать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово снова овладевать? — ανακατακτώ как на (ново)греческом будет слово снова завоёвывать? — ανακατακτώ как с (ново)греческого переводится слово ανακατακτώ? — снова овладевать, снова завоёвывать — παραπροϊόντα — προαγωγός — αγαπητός — μηνύτωρ — αναμορφωτήριο — ερυσιβώδης — ισότονος — τρελόχαρτο — ευρωπαία — σημειωμένος — περιποιητικότητα — αϋφαντής — σφάκελος — στρατηγία — μυρμηγκότρυπα — αποσυνδέω — απαρατήρητα — μνημοσύνη — χωριστικός — αχρέωτος — αξιόποινον |
|||