|
непрополотый, невыполотый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово непрополотый? — αβοτάνιστος как на (ново)греческом будет слово невыполотый? — αβοτάνιστος как с (ново)греческого переводится слово αβοτάνιστος? — непрополотый, невыполотый — στοπ — ψαχουλίζω — γευματίζω — υπόκριση — ούλο — φιλτραρισμένος — πηδαλιουχώ — σατανισμός — καρουλάκι — εντός — επιστεφάνωμα — έξωθεν — μονοθεϊσμός — μαθητικός — φραγκόκοτα — Αίγυπτος — περίφραγμα — κοιλόκυρτος — αιγιάλειος — ειδικευμένος — ενδεχόμενος |
|||