|
η арапка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово арапка? — Αράπισσα как с (ново)греческого переводится слово Αράπισσα? — арапка — τεϊοθήκη — νομισματοδέκτης — νταβραντισμένος — εντοσούτω — μονολιθικός — περιδινώ — δυσμετακίνητος — νευραπόφυση — αμφίβιο — υποστατικός — ωόν — έναντι — αβάπτιστος — πυκνοκατοικούμαι — υδροσκοπική — μυδράλλιο — τελεσιουργός — φωτίτσα — ερρήθην — ανθρακοποιός — δίβουλος |
|||