|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σθεναρά? — — αυθαίρετο — φανοποιείο — γατσιάζω — ανατρίχιασμα — στρωτά — λαμαρίνα — διώροφος — μεσίτευση — εισηγητής — εβραίος — τσιγκούναρος — χαλκελασματουργείο — μασκαρένιος — εκατό — ευδαιμονικός — αλίπαντος — καυχησιάρικος — σκληραγωγούμαι — γλωσσοκοπανάω — τιτάνιος — ξεκρέμασμα |
|||