|
ο 1) морской конёк; 2) анат. гиппокамп #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово морской конёк? — ιππόκαμπος как на (ново)греческом будет слово гиппокамп? — ιππόκαμπος как с (ново)греческого переводится слово ιππόκαμπος? — морской конёк, гиппокамп — ευαπόδεικτος — γλυφόνερο — αρβαλίζω — αυτοεπίγνωση — τσιγγουνιά — πενταδάχτυλος — λευχαιμικός — παννιάζω — σπιθοβολάω — αμνοερίφια — ρεζίλης — περιτόναιο — ημιδιώροφος — καμινευτής — πεντόδραχμο — βαθμολόγιο — φοινικέλαιο — μαυρολάχανο — ελλογιμότητα — παλιάλογο — διάβα |
|||