Новогреческий словарь
φλεβοτόμος
φλεβοτόμ|ος
ο мед.
ланцет
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ланцет
? —
φλεβοτόμος
как с
(ново)греческого
переводится слово
φλεβοτόμος
? — ланцет
#
(ново)греческий словарь
—
εμβαδόν
—
φαρμάκωμα
—
αισθητηριακός
—
εφημερίδα
—
γεννησίμιο
—
δερματάς
—
αλειά
—
νεφελοειδής
—
τόσος
—
αμφικτίονες
—
προπέτασμα
—
αντεπίθεση
—
εκσλαυίζω
—
έτυμο
—
αμετάνιωτος
—
χιλιαπλάσιος
—
εγκαρτερρώ
—
ασβεστώνω
—
διαζώστρα
—
πυρίκαυστος
—
δασκαλεύω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,