δουλοκτησία

формы словаβ
δουλοκτησία



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово δουλοκτησία? —


γκουστέρακατακρεουργώβραχυτράχηλοςαναμεμειγμένοςκαΐλαδιαδηλώνωινίνηθειαφίσιοςαδικοκραίνωαντικειμενισμόςσειραϊκόςαγριοκόκκοραςαρκουδόμουτροδιαθεσιμότηταδιαμορφώνομαιμαγκιάσαγιάςανεπαίνετοςσυνδιδάσκωταππώνωκομψοτέχνις




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit