|
το стилет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стилет? — στυλέτο как с (ново)греческого переводится слово στυλέτο? — стилет — μονύελος — αλάτι — συναπάντημα — ανώφελος — συνδιαλλάσσομαι — βουλεύομαι — διεκπερσίοιση — πανδημεί — έκλειψη — δράσσομαι — άρτηκας — άφησα — κουρνάζος — υποδένομαι — μότο — αποδιδόμενος — ευλυγισία — σας — άκαυτος — μπιχλιμπίδια — ψυχοχάρτι |
|||