|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αθυρμάτιο? — — καρπικά — αμερικανικός — πρωτογένεια — κρηνίδα — χωριατόπουλο — εδαφιαίος — παγάνα — ελάσσων — αλάσπωτος — αριθμούμαι — ακριβοκοιτάζω — τουλούπι — Κυπραία — αερογράφος — ψιαθοπλόκος — κοψοκεφαλιάζω — ωρολογάς — κωλικπόνος — ούρλιασμα — απόδραση — δυσκολοσήκωτος |
|||