|
το 1) семинар; 2) семинария (духовная) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово семинар? — σεμινάριο как на (ново)греческом будет слово семинария? — σεμινάριο как с (ново)греческого переводится слово σεμινάριο? — семинар, семинария — αδικοβγάνω — μαγνήτιση — τρύπα — ασύμπαθος — ανησυχητικός — ξάφτω — δέω — ευφρόσυνος — οίκοι — συζητω — βραστήριον — γρίππη — επουλώσιμος — ακροβάτισσα — σχεδιογράφος — νιοφερμένος — κοινολόγηση — μελοδραματικά — συγκολλητικός — αγλίτωτος — αγάμητος |
|||