|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αδιαβατικά? — — αναφερόμενος — Βλάχος — κυψέλη — βελονοφοβία — ιεροδίκης — δρομομετρώ — κακοχρονιά — σοδομιτής — αβρόφρων — αναλυτικός — χαλκοκορώνη — αρχός — γλήνη — χωνευτικότητα — βουλκανιζατεράς — μπερεκετλίδικος — υμνητής — σύριος — αξιοκαταφρόνητος — χρησιμοθήρας — παγκοσμίως |
|||