|
το настойка, тинктура; βάμμα ιωδίου — йодная настойка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово настойка? — βάμμα как на (ново)греческом будет слово тинктура? — βάμμα как с (ново)греческого переводится слово βάμμα? — настойка, тинктура — χαχάνισμα — φαλαινοκαρχαρίας — μάτωμα — υπεριτίαση — ανεμότρατα — δημοσιογραφισμός — ξαγρυπνώ — ξενάγηση — βεντετισμός — χιουμοριστικός — φορτιστής — βραβεύομαι — αντιπεφωνημένος — κυδώνι — αδιάστατος — αισθησιοκράτης — βίλλα — απάντικρυ — λικνίζω — ενυπάρχω — τσίνισμα |
|||