|
η 1) протоколистка; 2) регистратор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово протоколистка? — πρωτοκολλήτρια как на (ново)греческом будет слово регистратор? — πρωτοκολλήτρια как с (ново)греческого переводится слово πρωτοκολλήτρια? — протоколистка, регистратор — φαρδύς — δραγασιά — επιχαλικώ — χυλοποίηση — ελεφαντοκόκαλο — ζεύγλη — αλληλοδιάψευση — οχτακόσιοι — συμπαραστατώ — κισσόφυλλο — αθάμπωτος — ταχυκινησία — μυοκάρδιο — σιτόχρους — ακρατής — ορμέμφυτα — αυτοτομία — σταθμάρχης — σπηλιά — λελογισμένως — αιματοσπερμία |
|||