|
отнимать от груди #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отнимать от груди? — απογαλακτίζω как с (ново)греческого переводится слово απογαλακτίζω? — отнимать от груди — παπουτσάδικο — νύκτιος — εμπρησμός — εκμετάλλευση — φωσφορώδης — ξηλώνομαι — φουκαράς — ναζιάρα — ξομολόγος — πολυπροσώπως — τραμπάλα — ανθύλλιον — πλευρικός — αναπωμαστήρας — μηνίγγιον — εμπειρικός — θεριακλού — μεγαλοφρόνως — περισκαφή — οργανοποιία — αναπόσβεστος |
|||