|
(αόρ. πορτάρισα) приносить охотнику (убитую дичь - о собаке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово приносить охотнику? — πορτάρω как с (ново)греческого переводится слово πορτάρω? — приносить охотнику — αναγαλλιάζω — δραστήρια — αποπνικτικός — αναγούλα — εισπνοή — προσβάσιμος — ταπεινωτικά — τραπεζικός — ξελασπώνω — βραχυκύκλωση — απαριθμώ — προκλητικός — ασημύς — ανισόρροπος — ακροποδητί — κόριζα — λιγούρα — γαλακτοκομία — υποσήμανση — δακτυλοδειχτούμενος — βαθυκόκκινο |
|||