|
το мед. волчья пасть #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово волчья пасть? — λυκόστομα как с (ново)греческого переводится слово λυκόστομα? — волчья пасть — ανεμπίστευτος — παπαδολόγι — δηλητήριος — επανερχόμενος — στέγη — εμπαθώς — επισυμβαίνω — βιομετρική — ξάνση — επιτελίδα — γογγώ — εσωστρεφής — κατασχετός — επείγω — τηλεγράφημα — λαντέρνα — βλογημένος — υπερθέτω — υδροχλώριο — κραχ — γνωμοδοσία |
|||