επιφορτισμένος

формы словаβ
επιφορτισμένος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово επιφορτισμένος? —


εμπιστευτικόςμπίςδεντροστολίζωκοίμησηκουσούρισυμφιλίαιονίζωΚλειώυποδουλωτήςδιάξυλογαιανθρακοποίησηυετόςεπίσηςλαχταρώακαβάλλητοςξύλωσηπελεκισμόςεπισκίασιςοβελόςσυντελούμαιγεννητορικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit