|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επιφορτισμένος? — — εμπιστευτικός — μπίς — δεντροστολίζω — κοίμηση — κουσούρι — συμφιλία — ιονίζω — Κλειώ — υποδουλωτής — διάξυλο — γαιανθρακοποίηση — υετός — επίσης — λαχταρώ — ακαβάλλητος — ξύλωση — πελεκισμός — επισκίασις — οβελός — συντελούμαι — γεννητορικός |
|||