|
το густой дым (обычно от пожара) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово густой дым? — ντουμάνι как с (ново)греческого переводится слово ντουμάνι? — густой дым — δριμύοσμος — πυγμάχος — εγωτιστής — πτυχωσιγενής — θάμπος — κόθρος — αναγκαστικότητα — θυμητάρι — αστεροστάτης — πτυελοδοχείο — βαθμηδόν — ξεμουδιάζω — εκμυστήρευση — ακατάβρεκτος — λαμνοκοπώ — βρέ — δεκάστρια — θυμιάζω — αλαφραίνω — επιζυγίδα — γαστρεντερικός |
|||