|
η 1) придержание (продуктов); 2) задержка, затяжка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово придержание? — παρακράτηση как на (ново)греческом будет слово задержка? — παρακράτηση как на (ново)греческом будет слово затяжка? — παρακράτηση как с (ново)греческого переводится слово παρακράτηση? — придержание, задержка, затяжка — ανδρομίδα — κολλάω — δυσκολοπρόφερτος — μουνόψειρα — ανεξεύρετος — ντεπόρ — βαρίδι — κολλήγας — καλοζυγιάζω — γιδόποδο — αποναρκωτικός — σαρκοφάγα — σύστροφή — παρασόκακο — μαυρολογώ — αντιζύγι — προσχεδιασμένος — ξελαφρωμένος — ανακατατάσσω — ξεθώριασμα — περιβρέχομαι |
|||