Новогреческий словарь
οδηγητικός
οδηγητικός
путеводный
;
τό ~ό νήμα — путеводная нить
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
путеводный
? —
οδηγητικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
οδηγητικός
? — путеводный
#
(ново)греческий словарь
—
τεφρόχρούς
—
ρεζέρβα
—
φκειάνομαι
—
σιγούρεμα
—
ανθρωπότητα
—
σκουπιδιάρικος
—
βελούχι
—
φανοφόρος
—
άπιστα
—
δίζελ
—
επισυναλλαγμοτική
—
ταπητουργός
—
ολάνοιχτος
—
σπογγαλιείας
—
πονοψυχιά
—
αναθεματισμός
—
διχαλωτός
—
αυτοματικός
—
αιμοβαμμένος
—
πριονιστός
—
άρ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,