|
приправленный уксусом; ελιές ~ες — маслины в рассоле с уксусом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово приправленный уксусом? — ξειδάτος как с (ново)греческого переводится слово ξειδάτος? — приправленный уксусом — επιχειρηματίας — κάβω — φλυαρία — ωραίος — αεριοωθούμενος — υγιεινολογία — πλοηγός — αναστηματομετρία — μανουρατζής — παραλληλίζω — κόσμια — φρενάρισμα — κουτουλιάρικος — περιστρέφω — βρεσίδι — δανείσιμος — ξεκουρμουλώνω — αερολιμένας — δεμοτοποιός — φορτισμένος — κοντύλι |
|||