|
(мн. -ϋδες) ο стиляга #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стиляга? — τεντυμπόϋς как с (ново)греческого переводится слово τεντυμπόϋς? — стиляга — αγλέορας — εκπατρίζω — απαγάλια — λαμποκοπώ — πόκος — διατύπωση — πτόηση — χηνάρι — απόνηρος — οσφυικός — περιφέρω — ένσπερμος — τρυφηλός — βαρήσκιωτος — παλιόρουχο — παγοδρόμιο — ελκηθρο — αντιληπτικό — μουσάντρα — διαπρέπω — επιτραπέζιος |
|||