|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κοινολογημένος? — — αμετάστρεπτος — θρυμματίζομαι — δευτερίας — ταξιδευτής — ξεταπώνω — ντόρτια — μήνας — ανωφελής — σχωρνώ — χιλιογαμημένος — διέκθλιψις — περιστύλιο — ένεκα — αλκάλιο — καλά — ηνέχθην — γούβι — σοϊλής — πανσέληνος — πολιτευόμενος — νοικιάζω |
|||