|
имеющий обратную силу (о законе) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово имеющий обратную силу? — οπισθενεργητικός как с (ново)греческого переводится слово οπισθενεργητικός? — имеющий обратную силу — νεύση — σκλώπα — διπλοψηφία — γιαμάς — κωλαράκος — αναρρίπτω — τυπόβαφος — βοητός — αγγελοσκιάζω — πτερόρροια — παπαγαλίστικα — λιγούρα — γαλάκτωση — κατάψυξη — απαράδεχτα — νοοτροπία — καστανόχρους — μετεωρικός — αλαργεμένος — καπάρωμα — ενδοκρινολόγος |
|||