|
геодезический; землемерный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово геодезический? — γεωδαισιακός как на (ново)греческом будет слово землемерный? — γεωδαισιακός как с (ново)греческого переводится слово γεωδαισιακός? — геодезический, землемерный — κατωφέρεια — σμηναρχία — αρχοντοθυγατέρα — απρονοησία — ειδεμή — δυσαπόκτητος — ηλιοχημεία — σβηστήρας — ζητήσιμος — παρίστιο — πολυδιάστατος — σουβλίζω — εγκεφαλίτιδα — ανυπερτίμητος — θεραπευτικά — δύση — ατροφία — καραμπινιέρος — Εδέμ — υποτέλεια — τσινίζω |
|||