|
обобщающий; подытоживающий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обобщающий? — γενικευτικός как на (ново)греческом будет слово подытоживающий? — γενικευτικός как с (ново)греческого переводится слово γενικευτικός? — обобщающий, подытоживающий — μετοχιάριος — τρεμούλιασμα — απρομήθευτα — φαρμακοποσία — κυκλαμιά — φιλόγελως — οι — ρημαδιακό — γρύλλωμα — υπερήφανος — μπαγαπόντισσα — βερνίκωμα — εκμεταλλεύομαι — άδετος — μαχιμότητα — Λονδρέζος — χειρονόμος — υποτροφία — ακορφολόγητος — σελιδαρίθμηση — εξανθρακώνω |
|||