Новогреческий словарь
γενικευτικός
γενικευτικός
обобщающий; подытоживающий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
обобщающий
? —
γενικευτικός
как на
(ново)греческом
будет слово
подытоживающий
? —
γενικευτικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
γενικευτικός
? — обобщающий, подытоживающий
#
(ново)греческий словарь
—
ομφαλίς
—
αλαφρογλυστρώ
—
τσόφλι
—
ασβολώ
—
επιθήλιον
—
κολλαγόνο
—
καταζώστης
—
τριμελής
—
ορθοστασία
—
εισποιούμαι
—
κοκκαλένιος
—
γνέμα
—
αυτογραφική
—
γεφυροδοποιία
—
ομιλητικός
—
βροντώδης
—
σχίσιμο
—
ημίγυμνος
—
γερομουσκλιάς
—
επιδημία
—
βαμβακοχώραφο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве