|
το вязанка соломы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вязанка соломы? — αχυρόδεμα как с (ново)греческого переводится слово αχυρόδεμα? — вязанка соломы — ψυχομετρικός — μωροσίταρο — ιδρυματοποίηση — βράχυνση — ανεκδοτολόγος — συντροφιαστά — χιλιάρικος — αναστατωμένα — παρασημοφορία — εύδρομος — αναθεωρητισμός — καλόγουστα — διεκθλίπτης — ασφυρήλατος — ξανθοψία — καμωματής — βελονοφοβία — καμαρώ — ερήμωση — αποψιλώνω — λαοκρατικός |
|||