|
1. опрокидывающий, перевёртывающий; 2. (τό) самосвал #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово опрокидывающий? — ανατρεπόμενος как на (ново)греческом будет слово перевёртывающий? — ανατρεπόμενος как на (ново)греческом будет слово самосвал? — ανατρεπόμενος как с (ново)греческого переводится слово ανατρεπόμενος? — опрокидывающий, перевёртывающий, самосвал — γκρυλώνω — υπερτίμηση — συγχρονιστικός — διαλάλημα — συρρικνώ — μετροταινία — αργοσάλευτος — λιθογνώμων — αποκάλυψη — πρόσγειος — παραπονιάρικος — φώναξη — φώνηση — υδατάνθρακας — πολυθεσία — μικροαμπέρ — ελεεινολόγηση — φοριέμαι — ξεκοκκάλισμα — φτωχοκαλύβα — αμινοβενζόλιο |
|||